Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λογιστική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λογιστική [lɔjistiˈci] SUBST θηλ

1. λογιστική ΟΙΚΟΝ:

λογιστική
Logistik θηλ

2. λογιστική ΟΙΚΟΝ (τήρηση των βιβλίων):

λογιστική
Buchhaltung θηλ
γενική λογιστική
δημιουργική λογιστική
εμπορική λογιστική

Παραδειγματικές φράσεις με λογιστική

λογιστική καταχώριση
Verbuchung θηλ
λογιστική καμπύλη ΣΤΑΤ
λογιστική μονάδα
λογιστική περίοδος
εμπορική λογιστική
γενική λογιστική
δημιουργική λογιστική

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский