Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καπέλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καπέλο [kaˈpɛlɔ] SUBST ουδ

καπέλο
Hut αρσ
βάζω το καπέλο
βγάζω το καπέλο
αδιάβροχο καπέλο
Regenhut αρσ
καπέλο κλος
Topfhut αρσ
μεξικανικό καπέλο
Sombrero αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский