Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: θεώρηση , έκκριση , έγκριση , θεωρείο , θεωρώ και θεωρία

θεώρησ|η <-εις> [θɛˈɔrisi] SUBST θηλ

2. θεώρηση (διαβατηρίου):

Visum ουδ
Sichtvermerk αρσ

θεωρ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [θɛɔˈrɔ] VERB μεταβ

2. θεωρώ (διαβατήριο):

θεωρείο [θɛɔˈriɔ] SUBST ουδ

1. θεωρείο ΘΈΑΤ:

Loge θηλ

2. θεωρείο (εξέδρα βουλευτηρίου):

Tribüne θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский