Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εξαγόμενο , εξοφλητέος , εξοφλήσιμος , ενδεχόμενο και εξόφληση

εξοφλητέ|ος <-α, -ο> [ɛksɔfliˈtɛɔs] ΕΠΊΘ

εξαγόμενο [ɛksaˈɣɔmɛnɔ] SUBST ουδ

1. εξαγόμενο (συμπέρασμα):

2. εξαγόμενο (αποτέλεσμα):

Ergebnis ουδ

εξοφλήσιμ|ος <-η, -ο> [ɛksɔˈflisimɔs] ΕΠΊΘ

εξόφλησ|η <-εις> [ɛˈksɔflisi] SUBST θηλ

3. εξόφληση (επιταγής, υπόσχεσης):

Einlösung θηλ

4. εξόφληση (υποχρέωσης):

Erfüllung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский