Ελληνικά » Γερμανικά

I . δεί|χνω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ˈðixnɔ] VERB μεταβ

3. δείχνω (μαρτυρώ):

δείχνω

4. δείχνω (για όργανα: δηλώνω):

δείχνω

II . δεί|χνω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ˈðixnɔ] VERB αμετάβ

2. δείχνω (πέφτω στο μάτι):

δείχνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский