Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βλεννώδης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βλεννώδ|ης <-ης, -ες> [vlɛˈnɔðis] ΕΠΊΘ

βλεννώδης
schleimig, Schleim-
βλεννώδης αδένας
Schleimdrüse θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με βλεννώδης

βλεννώδης αδένας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский