Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαλαντώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βαλαντώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [valanˈdɔnɔ] VERB μεταβ (κουράζω)

βαλαντώνω

II . βαλαντώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [valanˈdɔnɔ] VERB αμετάβ

1. βαλαντώνω (κουράζομαι):

βαλαντώνω

2. βαλαντώνω (παιδεύομαι):

βαλαντώνω για την αγάπη του
βαλαντώνω από αγάπη

Παραδειγματικές φράσεις με βαλαντώνω

βαλαντώνω από αγάπη
βαλαντώνω για την αγάπη του

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский