Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφήνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφ|ήνω <-ησα, -έθηκα, -ημένος> [aˈfinɔ] VERB μεταβ

2. αφήνω (κάτι που κρατώ):

αφήνω

4. αφήνω (ελευθερώνω):

αφήνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский