Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασβεστούχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασβεστούχ|ος <-α, -ο> [azvɛsˈtuxɔs] ΕΠΊΘ

ασβεστούχος
kalkhaltig, Kalk-
ασβεστούχος αδένας
Kalkdrüse θηλ
Kalkboden αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ασβεστούχος

ασβεστούχος αδένας
Kalkdrüse θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский