Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρχικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρχικ|ός <-ή, -ό> [arçiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αρχικός
anfänglich, Anfangs-
Startkapital ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αρχικός

αρχικός μισθός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский