Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανοίγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ανοί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [aˈniɣɔ] VERB μεταβ

2. ανοίγω (νέο κατάστημα, λογαριασμό):

ανοίγω

3. ανοίγω (χάρτη):

ανοίγω

II . ανοί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [aˈniɣɔ] VERB αμετάβ

1. ανοίγω:

ανοίγω

2. ανοίγω (καταστήματα):

ανοίγω

3. ανοίγω (επεκτείνομαι):

ανοίγω

III . ανοίγομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ανοίγομαι (γίνομαι ανοιχτός):

2. ανοίγομαι (γίνομαι παράτολμος):

3. ανοίγομαι (εκφράζομαι ελεύθερα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский