Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμέτρητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμέτρητ|ος <-η, -ο> [aˈmɛtritɔs] ΕΠΊΘ

1. αμέτρητος (φορές, λάθη):

αμέτρητος
unzählige Male ουδ πλ

2. αμέτρητος (ανυπολόγιστης πια έκτασης: κακό, πλήθη):

αμέτρητος
eine unermessliche Menschenmenge θηλ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский