Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδράνεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδράνεια [aˈðrania] SUBST θηλ

1. αδράνεια (σε χαρακτήρα) ΦΥΣ:

αδράνεια
Trägheit θηλ

2. αδράνεια (απραξία):

αδράνεια
Untätigkeit θηλ
πέφτω σε αδράνεια

3. αδράνεια ΑΘΛ (σε πάλη):

Παραδειγματικές φράσεις με αδράνεια

πέφτω σε αδράνεια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский