Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγόρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγόρι [aˈɣɔri] SUBST ουδ

αγόρι
Junge αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με αγόρι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский