Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγοραστής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγοραστής (αγοράστρια) [aɣɔrasˈtis, aɣɔˈrastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αγοραστής (αγοράστρια)
Käufer(in) αρσ (θηλ)
Abnehmerland ουδ
αγοραστής αρσ χονδρικής
άμεσος αγοραστής (εταιρεία)

Παραδειγματικές φράσεις με αγοραστής

αγοραστής αρσ χονδρικής
άμεσος αγοραστής (εταιρεία)
καλόπιστος αγοραστής ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский