Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγοραίος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγοραί|ος <-α, -ο> [aɣɔˈrɛɔs] ΕΠΊΘ

1. αγοραίος (της αγοράς):

αγοραίος
Markt-
Marktpreis αρσ

2. αγοραίος (χυδαίος):

αγοραίος

Παραδειγματικές φράσεις με αγοραίος

αγοραίος έρωτας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский