Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγαθό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγαθό [aɣaˈθɔ] SUBST ουδ

1. αγαθό (περιουσία):

αγαθό
Habe θηλ
αγαθό
Vermögen ουδ
το μόνο της αγαθό είναι

2. αγαθό (άυλη πολύτιμη ιδιοκτησία):

αγαθό
Gut ουδ
Kulturgut ουδ
Luxusgut ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αγαθό

Handelsgut ουδ
Kulturgut ουδ
Luxusgut ουδ
έννομο αγαθό
Rechtsgut ουδ
Gemeingut ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский