Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αβασάνιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αβασάνιστ|ος <-η, -ο> [avaˈsanistɔs] ΕΠΊΘ

1. αβασάνιστος (ανεξέταστος: αποφάσεις):

αβασάνιστος

2. αβασάνιστος (που δε βασανίστηκε):

μένω αβασάνιστος
ήταν αβασάνιστος στη ζωή του

Παραδειγματικές φράσεις με αβασάνιστος

μένω αβασάνιστος
ήταν αβασάνιστος στη ζωή του

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский