Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έντυπο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έντυπο [ˈɛndipɔ] SUBST ουδ

1. έντυπο (για συμπλήρωμα):

έντυπο
Formular ουδ
έντυπο αίτησης

2. έντυπο (ταχυδρομικό):

έντυπο
Drucksache θηλ

3. έντυπο (διαφημιστικό φυλλάδιο):

έντυπο
Prospekt αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με έντυπο

έντυπο ουδ αιτήσεως
έντυπο αίτησης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский