Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έννοια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έννοια1 [ˈɛnia] SUBST θηλ

1. έννοια ΦΙΛΟΣ:

έννοια
Begriff θηλ
αφηρημένη έννοια
(abstrakter) Begriff αρσ
η έννοια του ωραίου
φιλοσοφική έννοια
νομική έννοια
Rechtsbegriff αρσ

2. έννοια (σημασία):

έννοια
Bedeutung θηλ
έννοια
Sinn αρσ
βασική έννοια θηλ μιας λέξης
με τη στενή έννοια του

3. έννοια (νόημα):

έννοια
Sinn αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский