Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άδικος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άδικ|ος <-η, -ο> [ˈaðikɔs] ΕΠΊΘ

1. άδικος (μη δίκαιος):

άδικος

2. άδικος (μάταιος):

άδικος
άδικος κόπος

Παραδειγματικές φράσεις με άδικος

άδικος κόπος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский