Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευφορία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευφορία [ɛfɔˈria] SUBST θηλ

1. ευφορία (αίσθημα):

ευφορία
Euphorie θηλ

2. ευφορία (γονιμότητα):

ευφορία
Fruchtbarkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский