Σλοβενικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „vzdihovati“ στο λεξικό Σλοβενικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Σλοβενικά)

vzdih|ováti <vzdihújem; vzdihovàl> ΡΉΜΑ εξακολ αμετάβ

vzdihovati

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Σλοβένικα
Trenutni življenjski stil v razvitem svetu, za katerim mnogi narodi sveta v razvoju, vzdihujejo, počivajo na isčrpanem naravnem kapitalu in netrajnostni so.
sl.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "vzdihovati" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina