Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σεξουαλική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σεξουαλική αγωγή
σεξουαλική παρενόχληση
σεξουαλική παρενόχληση
σεξουαλική επιθυμία
σεξουαλική επαφή
Sexualkontakt αρσ
σεξουαλική επαφή
σεξουαλική αγωγή
σεξουαλική ψυχρότητα
Frigidität θηλ
σεξουαλική ορμή
Sexualtrieb αρσ
σεξουαλική έλξη
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „σεξουαλική“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

σεξουαλική κακοποίηση
σεξουαλική ικανότητα θηλ
σεξουαλική ζωή θηλ
σεξουαλική παρενόχληση
(σεξουαλική) επαφή θηλ
σεξουαλική αγωγή θηλ
σεξουαλική ζωή θηλ
σεξουαλική επαφή θηλ
(σεξουαλική) ανικανότητα θηλ
Sexualhormon ΒΙΟΛ, ΙΑΤΡ
σεξουαλική ορμόνη θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский