Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νεύρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νεύρο [ˈnɛvrɔ] SUBST ουδ

2. νεύρο (φασολιού):

νεύρο
Faden αρσ

3. νεύρο (φύλλου):

νεύρο
Ader θηλ
Mittelrippe θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με νεύρο

Riechnerv αρσ
Hautnerv αρσ
Hirnnerv αρσ
ινιακό νεύρο
Hinterhaupt(s)nerv αρσ
ισχιακό νεύρο
καρδιακό νεύρο
Herznerv αρσ
κινητικό νεύρο
κνημιαίο νεύρο
μηριαίο νεύρο
νωτιαίο νεύρο
οδοντικό νεύρο
Zahnnerv αρσ
οπτικό νεύρο
Sehnerv αρσ
Wadennerv αρσ
ωλένιο νεύρο
Ellennerv αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский