Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κόπος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κόπος [ˈkɔpɔs] SUBST αρσ

2. κόπος (εξάντληση):

κόπος
Erschöpfung θηλ

3. κόπος (αμοιβή εργασίας):

κόπος
Lohn αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κόπος

μάταιος κόπος
άδικος κόπος
άξισε ο κόπος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский