Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κυψελίδα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κυψελίδα [cipsɛˈliða] SUBST θηλ

1. κυψελίδα (μικρός θάλαμος):

κυψελίδα
Zelle θηλ

2. κυψελίδα (πνευμόνων):

κυψελίδα
Alveole θηλ
Lungenbläschen θηλ πλ
Lungenalveolen θηλ πλ

3. κυψελίδα (αφτιού):

κυψελίδα
Zerumen ουδ
κυψελίδα
Ohrenschmalz ουδ

4. κυψελίδα ΒΟΤ (φρούτου):

κυψελίδα

Παραδειγματικές φράσεις με κυψελίδα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский