Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδρανώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδραν|ώ <-είς, -ησα> [aðraˈnɔ]

1. αδρανώ (δεν ενεργώ):

αδρανώ

2. αδρανώ (βρίσκομαι σε ακινησία):

αδρανώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский