Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδικώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδικ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [aðiˈkɔ] VERB μεταβ

1. αδικώ (κρίνω άδικα):

αδικώ κάποιον

2. αδικώ (ζημιώνω):

αδικώ

3. αδικώ (υποτιμώ):

αδικώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский