Ελληνικά » Γερμανικά

αδιέξοδος [aðiˈɛksɔðɔs] SUBST θηλ (δρόμος)

αδιέξοδος
Sackgasse θηλ

αδιέξοδ|ος <-η, -ο> [aðiˈɛksɔðɔs] ΕΠΊΘ

αδιέξοδος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский