Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδιάρρηκτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδιάρρηκτ|ος <-η, -ο> [aðiˈariktɔs] ΕΠΊΘ

1. αδιάρρηκτος (σπίτι):

αδιάρρηκτος

2. αδιάρρηκτος μτφ (δεσμοί):

αδιάρρηκτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский