Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδημονία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδημονία [aðimɔˈnia] SUBST θηλ

1. αδημονία (ανησυχία):

αδημονία
Unruhe θηλ

2. αδημονία (ανυπομονησία):

αδημονία
Ungeduld θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский