Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδημιούργητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδημιούργητ|ος <-η, -ο> [aðimiˈurjitɔs] ΕΠΊΘ

αδημιούργητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский