Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδειάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αδειά|ζω <-σα, -σμένος> [aˈðjazɔ] VERB μεταβ

1. αδειάζω (δοχείο):

αδειάζω

2. αδειάζω (περιεχόμενο):

αδειάζω

3. αδειάζω (κάνω ελεύθερο: μέρος, θέση κτλ):

αδειάζω

II . αδειά|ζω <-σα, -σμένος> [aˈðjazɔ] VERB αμετάβ

1. αδειάζω (κενώνομαι):

αδειάζω

2. αδειάζω (γίνομαι ελεύθερος: θέση κτλ):

αδειάζω

3. αδειάζω (έχω καιρό):

αδειάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский