Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδίκημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδίκημα [aˈðicima] SUBST ουδ

αδίκημα
Vergehen ουδ
φορολογικό αδίκημα
Steuerdelikt ουδ
φορολογικό αδίκημα
αδίκημα χρεωκοπίας
Konkursdelikt ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αδίκημα

φορολογικό αδίκημα
εκλογικό αδίκημα
Wahldelikt ουδ
υπηρεσιακό αδίκημα
αδίκημα χρεωκοπίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский