Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδίδαχτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδίδακτ|ος [aˈðiðaktɔs], αδίδαχτ|ος [aˈðiðaxtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. αδίδακτος (άνθρωπος):

2. αδίδακτος (κείμενο: στο σχολείο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский