Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδήμευτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδήμευτ|ος <-η, -ο> [aˈðimɛftɔs] ΕΠΊΘ

1. αδήμευτος (που δεν έχει δημευτεί):

αδήμευτος

2. αδήμευτος (που δεν επιδέχεται δήμευση):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский