Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδέσποτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδέσποτ|ος <-η, -ο> [aˈðɛspɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αδέσποτος (ζώο):

αδέσποτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский