Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδέκαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδέκαστος <-η, -ο> [aˈðɛkastɔs] ΕΠΊΘ

1. αδέκαστος (που δε δωροδοκείται):

αδέκαστος

2. αδέκαστος (αμερόληπτος):

αδέκαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский