Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγύριστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγύριστ|ος <-η, -ο> [aˈjiristɔs] ΕΠΊΘ

1. αγύριστος (που δεν επέστρεψε ακόμα):

αγύριστος

2. αγύριστος (που δε χρειάζεται να επιστραφεί):

αγύριστος

3. αγύριστος (όπου δεν έχω ταξιδέψει):

4. αγύριστος (ρούχα):

αγύριστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский