Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: γιάπισσα , αφέντισσα , γιάτρισσα , αναβάτισσα , αγωγιμότητα και αγωγιάτης

αγωγιάτης (αγωγιάτισσα) [aɣɔˈjatis, aɣɔˈjatisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. αγωγιάτης (που μεταφέρει με όχημα):

αγωγιάτης (αγωγιάτισσα)
Fuhrmann αρσ

2. αγωγιάτης (με γάιδαρο):

αγωγιάτης (αγωγιάτισσα)
Eseltreiber(in) αρσ (θηλ)

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST αρσ, αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST θηλ

αφέντης [aˈfɛndis] SUBST αρσ, αφέντισσα, αφέντρα [aˈfɛndisa [ή aˈfɛndra] ] SUBST θηλ

1. αφέντης (άρχοντας, εξουσιαστής):

Herr(in) αρσ (θηλ)

2. αφέντης (αφεντικό):

Chef(in) αρσ (θηλ)

γιάπ|ης <-ηδες> [ˈjapis] SUBST αρσ, γιάπισσα [ˈjapisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский