Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αγρομισθωτής , αγρομίσθωμα και αγρομίσθωση

αγρομισθωτής (αγρομισθώτρια) [aɣrɔmisθɔˈtis, aɣrɔmisˈθɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αγρομισθωτής (αγρομισθώτρια)
Pächter(in) αρσ (θηλ)

αγρομίσθωμα [aɣrɔˈmisθɔma] SUBST ουδ

αγρομίσθωσ|η <-εις> [aɣrɔˈmisθɔsi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский