Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγριοβότανο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγριοβότανο [aɣriɔˈvɔtanɔ] SUBST ουδ

1. αγριοβότανο:

αγριοβότανο
Kraut ουδ

2. αγριοβότανο (φαρμακευτικό):

αγριοβότανο
Heilkraut ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский