Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγρίεμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγρίεμα [aˈɣriɛma] SUBST ουδ (εκφοβισμός, φόβος)

αγρίεμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский