Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγορεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγορ|εύω <-ευσα> [aɣɔˈrɛvɔ] VERB αμετάβ

1. αγορεύω (γενικά):

αγορεύω

2. αγορεύω ΝΟΜ:

αγορεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский