Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγοραστική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγοραστική δύναμη
Kaufkraft θηλ
αγοραστική αξία
Marktwert αρσ
αγοραστική αξία
Kaufwert αρσ
αγοραστική δύναμη
Kaufkraft θηλ
εγχώρια αγοραστική δύναμη
πραγματική αγοραστική δύναμη
Realkaufkraft θηλ
πραγματική αγοραστική δύναμη
Realkaufkraft θηλ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „αγοραστική“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

αγοραστική ετοιμότητα θηλ
αγοραστική διάθεση θηλ
αγοραστική αξία θηλ
αγοραστική απόφαση θηλ
αγοραστική δύναμη θηλ
αγοραστική αξία θηλ
με αγοραστική δύναμη
απορροφώ την αγοραστική δύναμη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский