Ελληνικά » Γερμανικά

αγνοούμεν|ος <-η, -ο> [aɣnɔˈumɛnɔs] ΕΠΊΘ

αγνοούμενος

αγνοούμεν|ος (-η) [aɣnɔˈumɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αγνοούμενος (-η)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский