Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγκύλωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγκύλωσ|η <-εις> [aɲˈɟilɔsi] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

αγκύλωση
Ankylose θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский