Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγγίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγγί|ζω <-ξα [ή -σα], -χτηκα, -γμένος> [aɲˈɟizɔ] VERB μεταβ

1. αγγίζω (πιάνω μόλις):

αγγίζω

2. αγγίζω μτφ:

αγγίζω τα όρια +γεν
an etw αιτ grenzen

3. αγγίζω (θίγω: θέμα):

αγγίζω

4. αγγίζω (πειράζω):

αγγίζω

6. αγγίζω (προκαλώ ενδιαφέρον):

αγγίζω

Παραδειγματικές φράσεις με αγγίζω

αγγίζω τα όρια +γεν
an etw αιτ grenzen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский