Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγγέλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγγ|έλλω <-ειλα, -έλθηκα, -ελμένος> [aɲˈɟɛlɔ] VERB μεταβ

αγγέλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский